Σελίδες

Άραγε το ραδιόφωνο είναι τέχνη;





Με αφορμή μία τηλεοπτική εκπομπή που αναρωτιόταν αν το ραδιόφωνο συνδυάζει τέχνη χωρίς εικόνα σκέφτηκα να κάτσω και να ασχοληθώ με το αυτονόητο ότι η τέχνη δεν είναι μόνο εικόνα. Ραδιοφωνική Τέχνη (Radio Art) είναι η καλλιτεχνική έκφραση που αξιοποιεί δημιουργικά τις ιδιότητες του ραδιοφώνου. Εντάσσεται στις media arts και ξεκίνησε κυρίως από τις γερμανόφωνες χώρες και τον Καναδά. Ως αυτόνομη τέχνη μορφοποιείται στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αλλά και πιο πριν το 1938 στην Αμερική την περίοδο του Halloween μία ραδιοφωνική εκπομπή η « Mercury Theater on the air » με κύριο εκπρόσωπο της τον Orson Welles, δημιούργησε ένα ακουστικό μυθιστόρημα που κατατρόμαξε όλη την Αμερική ο Πόλεμος των Κόσμων. Στα πρώτα 2΄ τις εκπομπής παρουσιάστηκαν  αποσπάσματα από δελτία ειδήσεων που ανέφεραν την εισβολή Αρειανών στην Γή. Για την αληθοφάνεια της ιστορίας η εκπομπή δεν διέκοψε καθόλου για διαφημίσεις. Από τις 32 εκατομμύρια οικογένειες που ζούσαν στην Αμερική, 27 εκατομμύρια είχαν ραδιόφωνο. Η εκπομπή αυτή μέχρι εκείνη την μέρα δεν είχε σπόνσορα, ώσπου τον απέκτησε, ήταν  η διαφημιστική εταιρεία Campbell Soups. Η εκπομπή αυτή εκτός από διαφημιστική εταιρεία απέκτησε και σεναριογράφο τον H.Koch. Στην πρόβα που έγινε για να βγει στον αέρα η εκπομπή το πρόγραμμα φαίνονταν βαρετό, σκέφτηκαν λοιπόν να το παρουσιάσουν σαν μια ειδησεογραφική εκπομπή με προσωπικές μαρτυρίες, για να δώσουν χρώμα.  Ο Αμερικανικός τύπος χαρακτήρισε αυτήν την ενέργεια κακόγουστη. Αυτό το τέχνασμα έδωσε το έναυσμα για να δημιουργηθούν στο μέλλον και άλλες τέτοιες «θεατρικές παραστάσεις», επίσης σύμφωνα με έρευνες αυτή η προσπάθεια εκτός από το radio art  έφερε στην επιφάνεια την ομαδική ανασφάλεια μεγάλης μερίδας ατόμων, τη θρησκοληψία και την έλλειψη παιδείας.
Όσο αφορά την Ελλάδα, τα πρώτα πειραματικά βήματα έγιναν το 1923 και συγκεκριμένα ο καθηγητής φυσικής Κ.Πετρόπουλος, έκανε την πρώτη επίδειξη του μέσου αυτού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1936 ο δικτάτορας Ι.Μεταξάς, ανέθεσε στην  γερμανική εταιρεία Telefunken την κατασκευή ενός εθνικού ραδιοφωνικού δικτύου που ολοκληρώθηκε το 1938.
Το ραδιόφωνο είχε ένα ιδιόμορφο εξελικτικό στάδιο από κάτι συμβατικό και καθαρά ενημερωτικό πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο σε ένα ραδιόφωνο δημιουργίας και θεατρικής απεικόνισης. Οι σχεδιαστές των θεατρικών εκπομπών εκείνης της εποχής έδωσαν βάση στην ακουστική λεπτομέρεια παρά στην οπτική και στην ιδιαίτερη σχεδίασή της , ώστε ο ακροατής να ξεδιπλώσει την σκέψη του για το πώς διαδραματίζεται το σκηνικό καλύπτοντας έτσι την έλλειψη της εικόνας, όπως γίνονταν σε άλλα μέσα. Γίνεται ένας παραλληλισμός της θεατρικής τέχνης με την τέχνη του ραδιοφώνου, μιας και το δεύτερο «εισβάλει» εν μέρει στα δομικά στοιχεία του θεάτρου.
Μια ομάδα καλλιτεχνών με ιδιαίτερες βλέψεις για την ραδιοφωνική τέχνη δεν εφησυχάστηκαν, ήθελαν όμως να αναπτύξουν αυτήν την εξέλιξη της με ένα πιο λογοτεχνικό ύφος σε συνδυασμό με μία ελεύθερη διάσταση του χρόνου. Κατά την δεκαετία του 80’ σχεδιάστηκαν για αυτόν τον λόγο διαδραστικά προγράμματα καθώς και ορισμένες ενημερωτικές εκθέσεις και εκπομπές με σκοπό την απτή ενημέρωση του κόσμου σε αυτήν την νέα μορφή ραδιοφώνου.  Προσπάθησαν να εκφράσουν τις ιδέες τους δημιουργώντας πλέον εκπομπές για το ραδιόφωνο ακολουθώντας ένα φιλελεύθερο στυλ μετάδοσης από εκείνο το συντηρητικό που είχε συνηθίσει το τότε ακροατήριο. Το ραδιοφωνικό ωράριο πήρε μεγαλύτερη διάσταση και λειτουργούσε όλη τη μέρα  με παρεμβολές. Έγιναν επίσης κινήσεις για κατάρριψη των διαφημιστικών προγραμμάτων καθώς είχαν σκοπό να ακούγεται το πολυποίκιλο  ηχητικό πρόγραμμα χωρίς διακοπή . Σημειώνεται πώς αυτή η συνεχή εναλλαγή μεταξύ  του λόγου και της μουσικής είχε ιδιαίτερη απήχηση στο ακροατήριο μιας και αποτελούσε πρωτοπόρα διαδικασία για την εποχή.  Εκτός βέβαια από το radio art, το ραδιόφωνο προώθησε κι’ άλλα format όπως και είναι το talk .Αυτό το format περιέχει είτε ενημερωτικές ειδήσεις είτε ειδήσεις με περισσότερο lifestyle στοιχεία. Επίσης αυτοί οι σταθμοί στοχεύουν να προσελκύσουν τους ανθρώπους που μετακινούνται από και προς τις εργασίες τους.
        Γνωρίζοντας το ραδιόφωνο ως ένα ενημερωτικό και ψυχαγωγικό μέσο το όποιο εντάχθηκε σχετικά εύκολα στην καθημερινότητα μας, θεωρούμε πως είναι κάτι παραπάνω από ένας τρόπος μετάδοσης των γεγονότων και της γενικότερης ψυχαγωγίας μας. Αναγνωρίζοντας πώς οι ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν διαφορετικές απόψεις για το πώς είναι ορθό να μεταδίδεται η επικαιρότητα, οι πληροφορίες και η ψυχαγωγική πτυχή, διαπιστώνουμε πως το καθένα έχει διαφορετικό τρόπο προβολής. Αναρωτιόμαστε όμως αν αυτή η διαφορετική πλευρά είναι αποτέλεσμα μιας δημιουργικής επισκόπησης ή μιας καθαρά επιχειρηματικής σκοπιμότητας.   Επρόκειτο λοιπόν για την εστίαση του κάθε μουσικού παραγώγου που θέλει να εκθέσει τις δικές του επαγγελματικές βλέψεις με σκοπό να έχει όσο γίνεται μεγαλύτερο επιχειρηματικό κέρδος. Είναι βάσιμο να βρίσκει έξυπνες ιδέες προβολής των εκπομπών για μία αποδεκτή απήχηση από το ευρύ κοινό σε συνδυασμό με την απαραίτητη εξοικονόμηση των χρημάτων που ξοδεύονται στις εν λόγω καμπάνιες. 
        Αναζητώντας την εξέλιξη της ραδιοφωνικής τέχνης στο πέρασμα της τελευταίας εικοσαετίας, θεωρούμε πώς έχει υποστεί μεγάλες αλλοιώσεις ως προς τον τρόπο προβολής και τους στόχους που τελικά αυτή εξυπηρετεί. Αρχικά αυτή η τέχνη ήταν πιο ελεύθερη, είχε έναν αυθόρμητο χαρακτήρα που δεν πίεζε τα πράγματα στο τομέα της δημιουργικότητας και της ατομικής έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπομπές δεν ήταν ιδιαίτερα σχεδιασμένες και δεν είχαν έναν τυπικό και συντηρητικό κορμό.  Με βάση το ύφος και την καλλιτεχνική βλέψη του ραδιοφωνικού παραγώγου κυλούσε η ραδιοφωνική ώρα στα πλαίσια προγραμματισμένης εκπομπής με έναν πιο συναισθηματικό και αυθόρμητο ρυθμό. Υπήρχε μία διαφορετική δραματοποίηση της στιγμής και της προσωπικής σκέψης κάθε φορά από τον ίδιο άνθρωπο με έναν αλλιώτικο χαρακτήρα. Οι επιλογές των τραγουδιών γίνονταν εκείνη την στιγμή ανάλογα με την ατομική διάθεση του ραδιοφωνικού παραγωγού και τα λόγια ήταν απλά και με ανάλογο συναισθηματικό υπόβαθρο ώστε να υπάρχει μία σύνδεση με τον ακροατή.
        Οι ακροατές από την άλλη, βρίσκονταν στο δικό τους χώρο και είχαν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν την κατάσταση με την προσωπική τους οπτική. Είχε παρατηρηθεί πώς η πλειοψηφία του κοινού ερχόταν πιο κοντά στον ραδιοφωνικό παράγωγο με αυτήν την μορφή προβολής καθώς σπαταλούσε ενέργεια και υπήρχε μια έντονη έκκριση των συναισθημάτων του.
        Οι ρυθμοί της ζωής όμως αλλάζουν από χρόνο σε χρόνο σε ένα πιο πιεστικό και εντατικό φόντο. Οι καθημερινές απαιτήσεις γίνονται όλο και πιο πολλές και ο χρόνος που διαθέτουμε για μια ελεύθερη και πιο προσωπική δημιουργική πλευρά τείνει να  γίνει μηδενική. Οι παραγωγοί σκεφτήκαν τότε να δοκιμάσουν ένα διαφορετικό και πιο τηλεοπτικό τρόπο προβολής αναδεικνύοντας έτσι θέματα που βασίζονταν στην καθημερινότητα των σταρ και γενικά την προσωπική τους ζωή. Εντάχθηκαν επίσης πολλές διαφημίσεις που «έτρωγαν» τον ραδιοφωνικό χρόνο και έκαναν τις εκπομπές ακόμα πιο μικρές.
        Φτάνοντας στο ραδιόφωνο του σήμερα αντιλαμβανόμαστε πως αυτή η σταδιακή διαμόρφωση δεν υπήρξε θετική στην ποιοτική εξέλιξη της ραδιοφωνικής τέχνης. Θεωρούμε πως το ραδιόφωνο οδηγήθηκε σε ένα απλό μέσο αναμετάδοσης χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα. Δεν υπήρχε κάτι το ουσιώδες να επεξεργαστεί ο ακροατής μιας και όλες οι εκπομπές είχαν το ίδιο μοτίβο με τηλεοπτικό υπόβαθρο. Ακόμα και οι δημοσιογράφοι είναι οι ίδιοι και δουλεύουν σε εφημερίδα, τηλεόραση και ραδιόφωνο  με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιώντας ένα πιο αφαιρετικό ύφος. Οι ουσιώδεις πληροφορίες είναι ελάχιστες και το ραδιόφωνο έχει χάσει τον ενημερωτικό του χαρακτήρα. Πλέον οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί διαγράφουν τις εκπομπές από το πρόγραμμα τους και επιλέγουν να παίζουν μια συνεχή σειρά από κομμάτια την ονομαζόμενη playlist. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μηδενική επικοινωνία του σταθμού με τον ακροατή. Για τους παραγωγούς όμως αυτό το επιχείρημα αποδείχθηκε  αρκετά προσοδοφόρο μιας και τα έξοδα τους μειώθηκαν αρκετά.       
          Από την άλλη,  κρατούν ακόμα μερικοί σταθμοί τον ποιοτικό και ουσιώδη χαρακτήρα τους αναδεικνύοντας το ακέραιο δημιουργικό τους στυλ, επινοώντας καινούργιους και εναλλακτικούς τρόπους μετάδοσης τόσο της ειδησεογραφικής πληροφορίας όσο και της ψυχαγωγικής ώρας. Συμβολικό παράδειγμα αποτελεί  το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας το όποιο από το 1952 που λειτουργεί έως και σήμερα έχει αναπτύξει μία διπλή ιδιοσυγκρασία διασφαλίζοντας ψυχαγωγικό και επιμορφωτικό πλαίσιο καλύπτοντας τόσο τις ανάγκες της εποχής όσο και τις απαιτήσεις των ακροατών. Τα κύρια θέματα με τα οποία ασχολούνται είναι    οι θεατρικές παραστάσεις, οι συναυλίες, οι εκπομπές με αφιερώματα στην ποίηση και τη λογοτεχνία, τα ραδιοφωνικά "σήριαλ", η ισχυρή παρουσία του παραδοσιακού, του έντεχνου και του ροκ στοιχείου της εγχώριας αλλά και της παγκόσμιας μουσικής.
         Ακόμα να σημειώσουμε τη ραδιοφωνική συχνότητα «Μελωδία» που και αυτή με την σειρά της υποστηρίζει ένα ρεαλιστικό και επιμορφωτικό πρότυπο. Μεταδίδει καθημερινά ανά μισάωρο στα διαλλείματα των εκπομπών ένα μικρό αφιέρωμα για την ζωή και το έργο κάποιου συνθέτη ή τραγουδοποιού επιμορφώνοντας έτσι το ακροατήριο με πληροφορίες  για τον αξιόλογο καλλιτέχνη που πιθανόν να μην γνωρίζουν.  Επιπλέον, να προσθέσουμε  και μία εκπομπή του Radio Art η όποια αποσκοπεί στην αποτροπή του κοινού από το στρες  καθώς εκπέμπει κομμάτια ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.   Το ραδιόφωνο του Σκάι από την άλλη επιλέγει να δημιουργήσει εκπομπές με σατιρικό χαρακτήρα αποπνέοντας νότες γέλιου καθώς σχολιάζει την πολιτική επικαιρότητα  και τα θέματα που απασχολούν την κοινωνία.
         Τέλος, παρόλες τις αλλαγές που έχει υποστεί η ραδιοφωνική τέχνη και στο στάδιο που έχει φτάσει μπορούμε να ξεχωρίσουμε σε πολλές εκπομπές την διαφορετικότητα και την αληθοφάνεια  της καλλιτεχνικής δημιουργίας.