Σελίδες

Tαινίες της Εβδομάδας: Εκλογική κωμωδία, χορταστική περιπέτεια και... χαβιάρι

Το πολυπόθητο φθινόπωρο επιτέλους έφτασε και μετεωρολογικά. Ευκαιρία για τους κινηματογραφόφιλους να κλειστούν στις σκοτεινές αίθουσες. Η νέα εβδομάδα ξεκινά με την ξεκαρδιστική κωμωδία «Οι Υποψήφιοι», με πρωταγωνιστικό δίδυμο δύο από τους πιο ταλαντούχους κωμικούς του Hollywood, τους Will Ferrell και Zach Galifianakis, που συναντιούνται μπροστά στο φακό για να δώσουν τη δική τους προεκλογική μάχη λίγο πριν από τις πραγματικές εκλογές στις Η.Π.Α. Παράλληλα, «Η Αρπαγή 2», sequel της πρώτης περιπέτειας «Taken» του 2008, μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο συνταξιούχος πράκτορας της CIA Bryan Mills (Liam Neeson) και η σύζυγός του γίνονται όμηροι στα χέρια του πατέρα ενός απαγωγέα που ο Mills σκότωσε στο παρελθόν για να σώσει την κόρη του.
Ο Γιάννης Σμαραγδής, επιμένοντας στο δρόμο των βιογραφιών εμβληματικών ελληνικών προσωπικοτήτων, επιστρέφει με το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι». Αυτή τη φορά εξιστορεί τη διαδρομή του εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Βαρβάκη και το καστ διεθνούς βεληνεκούς, με τους Sebastian Koch, Catherine Deneuve και John Cleese, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει. Το «Πυροτεχνήματα την Τετάρτη» (2006), έκανε γνωστό στο δυτικό κόσμο τον βραβευμένο με Oscar Asghar Farhadi («Ένας Χωρισμός»), με μια ιστορία που διαδραματίζεται την τελευταία Τετάρτη πριν το νέο περσικό έτος, όταν στο Ιράν γιορτάζουν με πυροτεχνήματα, όπως προβλέπει μια παλιά παράδοση.
Για τους φίλους του τρόμου, το «V/H/S» συνδυάζει έξι ιστορίες τρόμου από ισάριθμους δημιουργούς, οι οποίες βρίσκονται γραμμένες στις βιντεοκασέτες που ανακαλύπτει μία συμμορία βανδάλων όταν εισβάλλει σε ένα σπίτι. Τέλος σε επανέκδοση προβάλλεται το κλασσικό βωβό αριστούργημα «Ο Στρατηγός» (1927) με τον μοναδικό Buster Keaton.

Όταν ο συνταξιούχος πράκτορας της CIA Bryan Mills (Liam Neeson) ανακαλύπτει πως η πρώην σύζυγός του, Lenore (Famke Janssen), ετοιμάζεται να ζητήσει διαζύγιο, την καλεί μαζί με την κόρη τους, Kim (Maggie Grace), σε ένα ειδυλλιακό Σαββατοκύριακο στην Κωνσταντινούπολη, με την ελπίδα να κερδίσει ξανά την καρδιά της. Στο παρελθόν όμως, ο Bryan έχει σκοτώσει για να σώσει την κόρη του και τώρα αυτός και η οικογένειά του θα πρέπει να πληρώσουν. Ο Bryan και η Lenore γίνονται όμηροι στα χέρια ενός τύπου που σχετίζεται με το παρελθόν του Bryan, αλλά η Kim καταφέρνει να αποδράσει...
Το περιμέναμε εναγωνίως και, ως ένα βαθμό, μας αντάμειψε! Το «Taken 2» ήρθε τέσσερα χρόνια ύστερα από το low budget φιλμ του Pierre Morel, δεν βιάστηκε, πήρε τον χρόνο του και τον αξιοποίησε επαρκώς. Ο Luc Besson επέλεξε να δώσει ένα χαρακτήρα δικαίου στη συνέχεια της ιστορίας του, χωρίς να προδώσει το αρχικό concept. Οι συγκρίσεις με το πρώτο μέρος θα ήταν άδικες και εν τέλει ασήμαντες, αφού η ταινία του Olivier Megaton δεν χρειάζεται εξωτερικά σημεία αναφοράς. Εντάξει, λείπει το ξάφνιασμα και η πρωτοτυπία του «Taken», όμως το sequel δεν παύει να έχει κάποια στοιχεία που το κάνουν ξεχωριστό.
Διαφορετικός σκηνοθέτης, διαφορετικός σκηνικό, διαφορετική κατανομή και ισορροπία στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για ένα "die hard" one man show. Οι ρόλοι αλλάζουν, οι απαχθέντες είναι οι γονείς, που ήρθε η ώρα να αισθανθούν και αυτοί στην πράξη την ανάγκη της κόρης τους να ξεφύγει από το παρελθόν και να αισθανθεί όσο πιο "φυσιολογική" μπορεί. Η ιστορία του Besson χρειαζόταν έναν τρόπο, ένα σημείο ολοκλήρωσης, και το ανακάλυψε στη βιωματική και συναισθηματική συμμετοχή όλων των μελών της οικογένειας, σε κάθε πτυχή και σε κάθε θέση της δυσάρεστης περιπέτειας της: όλοι έπεσαν στα χέρια των απαγωγέων, όλοι ανησύχησαν, όλοι κινδύνεψαν, όλοι προσπάθησαν να επιβιώσουν και να γίνουν ήρωες. Μήπως αυτό συμπληρώνει (για το "ολοκληρώνει" δεν είμαι σίγουρος!) την ιστορία της πρώτης ταινίας;
Η Κωνσταντινούπολη προσφέρει ένα πρώτης τάξεως σκηνικό για περιπέτεια και πολιτισμικές αντιθέσεις, εκείνες που υπάρχουν πάντα όταν η ανατολή συναντά τη δύση. Η πόλη βρίσκεται σε σύγχυση, παρασύροντας τους χαρακτήρες και την κίνηση της κάμερας σε διάθεση αγωνιώδους σασπένς που, αν και γνωρίζουμε όλοι πως θα καταλήξει, έχει ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις και ευρήματα. Η επεξηγηματικότητα του σεναρίου, που έτσι κι αλλιώς χαρακτηρίζει τον Besson, δεν θα μπορούσε να είναι πιο γλαφυρή. Οι σκηνές που ο Liam Neeson μετράει και προσπαθεί να αναγνωρίσει κάθε εξωτερικό ήχο, έχοντας τα μάτια δεμένα, και ύστερα εξηγεί λεπτομερώς στην κόρη του πως να πάει να τους βρει, είναι το highlight αυτού του επεξηγηματικού ψυχαναγκασμού.
Δεν θα μου κάνει καμία εντύπωση αν συνεχιστεί αυτή η ιστορία της αρπαγής, της εκδίκησης και της επίδειξης ικανοτήτων. Θα πρόκειται μάλλον για υπερβολή. Το «Taken 2», δεν ήταν. Ήταν το κομμάτι που έλειπε από το πρώτο μέρος για να αποδοθεί δικαιοσύνη, να ισορροπήσει η σχέση της οικογένειας και να επιστρέψουν όλοι στο πολυπόθητο "normal". Σοβαρή, με επιχειρήματα και με ισχυρή δόση μιας, κατά κοινή ομολογία, καλοδεχούμενης υπερβολής, η συνέχεια της ταινίας που μας ξάφνιασε ευχάριστα το 2008, κατάφερε να κάνει το ίδιο, προς μεγάλη μας ικανοποίηση...

 
Μία συμμορία βανδάλων που συνηθίζει να βιντεοσκοπεί τα "κατορθώματά" της, αναλαμβάνει για λογαριασμό ενός αγνώστου να εισβάλει σε ένα σπίτι και να βρει μία βιντεοκασέτα. Παρότι εκεί τα μέλη της συμμορίας βρίσκουν πολλές κασέτες, ο "εργοδότης" τους έχει διαβεβαιώσει πως δε θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν τη ζητούμενη. Οι εκπλήξεις ξεκινούν με το που φτάνουν στο σπίτι, όμως όλα θα πάρουν μοιραία τροπή όταν ξεκινήσουν το τσεκάρισμα και πατήσουν το play...
Μία ομάδα νεαρών κινηματογραφιστών οι οποίοι ειδικεύονται στο είδος του horror (Adam Wingard, David Bruckner, Ti West, Glenn McQuaid, Joe Swanberg και το σκηνοθετικό κουαρτέτο που είναι γνωστό ως Radio Silence) αποφάσισαν να συνθέσουν μία ανθολογία από ιστορίες τρόμου, τόσο μεταφυσικού όσο και ρεαλιστικού, παρουσιάζοντάς την ως μία μεγάλου μήκους ταινία υπό τον τίτλο «V/H/S». Οι έξι συνολικά ιστορίες που σκηνοθετούν, υπηρετούν πιστά τη λογική του found footage υλικού, καθώς οι ήρωες της κεντρικής ιστορίας καταγράφουν την εισβολή στο σπίτι και αρχίζουν να τσεκάρουν μία στοίβα από κασέτες όπου όλες περιέχουν κάποιο τρομακτικό ερασιτεχνικό βίντεο. Η αρχική ιδέα για το «V/H/S» είναι αρκετά πιασάρικη, ειδικά σε μία εποχή όπου η found footage αισθητική γνωρίζει μεγάλη πέραση (βλ. «[REC]», «Cloverfield», «Paranormal Activity»). Παρότι από άποψη πρωτοτυπίας οι επιμέρους ιστορίες δεν σκίζουν και τα twists δεν αποδεικνύονται πάντοτε αναπάντεχα, η ατμόσφαιρα που δημιουργούν είναι ως επί το πλείστον απειλητική, γεγονός που υποχρεώνει συχνά πυκνά τον θεατή να στριμωχτεί στην άβολη θέση που κάθε οπαδός του horror λατρεύει να βρίσκεται. Ωστόσο, το σημείο όπου αποτυγχάνουν οι δημιουργοί της ταινίας είναι να συνδέσουν, έστω και υποτυπωδώς, αυτές τις διαφορετικές ιστορίες τρόμου, καθιστώντας το «V/H/S» μία καλοδεχούμενη συρραφή από μικρού μήκους φιλμ. Ίσως βέβαια να αδιαφορούσαν ευθύς εξαρχής για μία τέτοιου είδους διασύνδεση, όμως με δεδομένο ότι δεν αποδεικνύονται όλες οι ιστορίες εξίσου τρομακτικές, η απουσία ενός σεναριακού άξονα λειτουργεί περιοριστικά ως προς το όλο εγχείρημα. 

Ο Ιωάννης Βαρβάκης έζησε μία ζωή που προσιδιάζει περισσότερο σε μυθιστορηματικές διαστάσεις. Ξεκίνησε από τα Ψαρά και έδρασε ως πειρατής στα νερά του Αιγαίου, όπου είχε πάντοτε στο στόχαστρο τους Οθωμανούς. Έπειτα έφτασε ως την αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης της Ρωσίας, η οποία του παραχώρησε το μονοπώλιο εμπορίας στο χαβιάρι, γεγονός που τον κατέστησε ζάμπλουτο. Η συνέχεια ωστόσο δεν μπορούσε παρά να τον επαναφέρει στα πάτρια εδάφη κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, όπου ως εξέχων μέλος της Φιλικής Εταιρείας ενίσχυσε τον απελευθερωτικό αγώνα.
Ας μιλήσουμε λίγο για λαϊκά θεάματα. Το λαϊκό θέαμα είναι πρώτα από όλα εύληπτο. Φιλοδοξώντας να προσελκύσει ένα κοινό θεαματικά ευρύτερο από εκείνο που έχει εντρυφήσει στις ιδιαιτερότητες της τέχνης που εκπροσωπεί, ο καλλιτέχνης του λαϊκού θεάματος απευθύνεται με τρόπο απλό και κατανοητό στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα (κυρίως). Αφουγκράζεται τις ανησυχίες τους και τις εντάσσει σε ένα στρωτό αφηγηματικά σύνολο που βασικό στόχο έχει την ψυχαγωγία. Δεν διστάζει όμως να οδηγήσει το κοινό του (πάντοτε με ένα μη εξεζητημένο τρόπο) σε διαδικασία ενδοσκόπησης και αυτοκριτικής. Στο πρόσωπο του Καραγκιόζη, που πασχίζει με κουτοπόνηρα τεχνάσματα να πιάσει την καλή, ο θεατής αναγνωρίζει δικά του ελαττώματα και χαμηλώνει πρόσκαιρα το βλέμμα. Ανάλογο παράδειγμα από το σινεμά εντοπίζεται στα φαρσικά παθήματα του "φτωχοδιάβολου" του Βέγγου. Αυτό το στοιχείο είναι που κάνει το λαϊκό θέαμα να ξεχωρίζει από την εκφυλισμένη μορφή του, το λαϊκίστικο θέαμα, που κολακεύει ξεδιάντροπα τον θεατή, προκειμένου να γίνει αρεστό.
«Ο Θεός αγαπάει το Χαβιάρι», η νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, υπάγεται στη δεύτερη κατηγορία, αυτή του λαϊκίστικου θεάματος. Ο Σμαραγδής ανάγει τον Ιωάννη Βαρβάκη, που έφυγε από την χώρα ως πειρατής και γύρισε ως τρανός επιχειρηματίας με διάθεση να συμβάλλει στην απελευθέρωση και την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους από την οθωμανική αυτοκρατορία, σε πρότυπο έλληνα πολίτη. Εκείνου δηλαδή που αποτάσσεται την ιδιοτέλεια για χάρη της συλλογικότητας. Στην πορεία όμως προς τον τελικό του στόχο ο Σμαραγδής προχωρεί σε ενέσεις φτηνού πατριωτισμού, σε επισημάνσεις περί εθνικής ανωτερότητας και, σε δύο σκηνές που φλερτάρουν με την ακούσια αυτοπαρωδία, στην απόδοση θεόπνευστου χαρακτήρα στα πεπραγμένα του Βαρβάκη. Η προσέγγιση του έλληνα δημιουργού διαφέρει μεν σημαντικά από τη χυδαιότητα της εθνικιστικής υπερβολής των παραγωγών του James Parish, κύριο μέλημά της όμως είναι να χαϊδέψει τα αυτιά του έλληνα θεατή της, απευθυνόμενη στην περηφάνια του, την οποία προσπαθεί να ανορθώσει με τους προαναφερθέντες, συζητήσιμους τρόπους. Αν αυτό δεν είναι λαϊκισμός, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.
Κατά τα λοιπά η ενδιαφέρουσα ιδέα της διπλής αφήγησης (ο μύθος απέναντι στην πραγματικότητα) εγκαταλείπεται μετά το πρώτο εικοσάλεπτο, η μετάβαση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα συχνά υπερβαίνει τα όρια της αυθαιρεσίας, οι guest εμφανίσεις γνώριμων φυσιογνωμιών λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, εμποδίζοντας την όποια "απορρόφηση" από τα δρώμενα, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας μεταβάλλεται διαρκώς, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί κάθε σκηνή. Σύγχυση και πλήξη. Ή αλλιώς καλωσορίσατε στον κόσμο του εγχώριου αφηγηματικού σινεμά. 

Όταν ο Cam Brady, για πολλά χρόνια μέλος του Κογκρέσου, διαπράττει μια μεγάλη δημόσια γκάφα πριν τις επερχόμενες εκλογές, ένα ζευγάρι αδίστακτων συμβούλων βάζει απέναντί του έναν αντίπαλο υποψήφιο, ο οποίος διεκδικεί και αυτός την προτίμηση του εκλογικού σώματος στην Βόρεια Καρολίνα. Ο άνθρωπος τους: ο αφελής Marty Huggins, διευθυντής του τοπικού γραφείου τουρισμού. Στην αρχή, ο Marty φαίνεται να είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή, αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε έναν ικανό υποψήφιο που θέτει σε αμφιβολία τη φαινομενικά σίγουρη εκλογή του χαρισματικού Cam. Καθώς η ημέρα των εκλογών πλησιάζει και οι δύο αντίπαλοι βρίσκονται πολύ κοντά στις δημοσκοπήσεις, οι λεκτικές ύβρεις κλιμακώνονται σε τραυματισμούς, και η μοναδική έγνοια τους είναι πως θα εξαφανίσουν από προσώπου γης ο ένας τον άλλο.
Λίγο πριν από τις πραγματικές εκλογές στις Η.Π.Α., δυο από τους καλύτερους σύγχρονους κωμικούς, ο Will Ferrell και ο Zach Galifianakis συναντιούνται μπροστά στο φακό για να δώσουν τη δική τους μάχη και να αποφορτίσουν λίγο το κλίμα της εξαιρετικά τεταμένης πολιτικής ζωής του σήμερα. Το «The Campaign» είναι μια έξυπνη κωμωδία, γεμάτη πισώπλατα μαχαιρώματα, χοντροκομμένα πλην ξεκαρδιστικά αστεία και καυστική απεικόνιση των προεκλογικών εκστρατειών στην Αμερική. Σκηνοθετεί ο Jay Roach, γνωστός και από το «Meet The Parents» και δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι προβλέπονται γέλια μέχρι δακρύων...

 και συνεχίζεται.......